- έθνος
- Τίτλος εφημερίδων.
1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των πολιτικών διαμαχών και στη γερμανική κατοχή της χώρας, η εφημερίδα επανεκδόθηκε το 1969 για να διακόψει την έκδοσή της στις 4 Απριλίου 1970, έπειτα από δίωξη της τότε δικτατορικής κυβέρνησης.
2. Αθηναϊκή εφημερίδα. Άρχισε να εκδίδεται το 1981 από τον εκδότη Γ. Μπόμπολα και εξακολουθεί να κυκλοφορεί μέχρι σήμερα σε πανελλαδική εμβέλεια.
* * *το (AM ἔθνος)σύνολο ομόφυλων ανθρώπων («Μηδικὸν ἔθνος»)νεοελλ.σύνολο ανθρώπων που κατοικούν κατά κανόνα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, συναποτελούν μία ομοιογενή κοινότητα με κοινή καταγωγή, ιστορία, πολιτισμό, παράδοση και —κατά κανόνα— γλώσσα και συνιστούν αυτόνομη πολιτική οντότητααρχ.-μσν.1. αλλόθρησκοι, εθνικοί, ειδωλολάτρες2. επαρχίααρχ.1. σύνολο ανθρώπων που αποτελούν ένα όλο, ομάδα προσώπων2. πλήθος ανθρώπων3. (στον πληθ. με γεν. προσδ.) το σύνολο τών ανθρώπων, η ανθρωπότητα ή το σύνολο τών νεκρών («κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν», Οδ.)4. φυλή5. η χώρα όπου υπάρχει το ομόφυλο κράτος6. κοινωνική τάξη7. φύλο8. μέρος ή μέλος τού σώματος9. (για ένα μόνο πρόσωπο) γένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. έθνος απαντά θέμα εθ (< Fεθ-, με σίγηση τού F), που ανάγεται σε ΙΕ ρ. *swedh- «συνήθεια, έθιμο, κατοικία, άσυλο» (πρβλ. ε) + επίθημα -νος (πρβλ. σμή-νος). Η λ. εμφανίζεται ως δάνειο τής Ελληνικής και σε άλλες γλώσσες (πρβλ. κοπτ. hεθνος, αρμ. heťanos και με παρετυμολογία γερμ. Heide «εθνικός, μη χριστιανός»). Με το έθνος συνδέονται ετυμολογικός και τα έθνος, οθνείος* «ξένος». Η αρχική σημασία τής λ. οθνείος ήταν «ο ανήκων στο έθνος» (και όχι στο γένος), σήμαινε δηλ. συγχρόνως «τον ξένο στο γένος», «ξένο στην οικογένεια», απ' όπου κατέληξε στη σημασία τού «ξένος». Ο πληθ. έθνη τής λ. έθνος χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς για να δηλώσει τα μη ιουδαϊκά έθνη. Λέξεις με παρόμοια σημασία χρησιμοποιήθηκαν αργότερα με τον ίδιο τρόπο από άλλους λαούςπρβλ. λατ. gentēs, γοτθ. oiudōs, αρχ. άνω γερμ. diota, εκκλ. σλαβ.języci. Η λ. Έλληνες απαντά στην Καινή Διαθήκη με τον ίδιο τρόπο όπως η λ. έθνηκαι από τους χριστιανούς συγγραφείς οι Έλληνες αποκαλούνταν «εθνικοί».ΠΑΡ. εθνικόςαρχ.εθνηδόν, εθνίτηςνεοελλ. εθνάριο(-ν), εθνισμός, εθνότητα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. εθνοπάτωρ, εθνοπλήκτηςαρχ.-μσν.εθνάρχης, εθνόμυθοςμσν.εθνορύστις, εθνοσατράπης, εθνόφρων νεοελλ. εθναπόστολος, εθνικοφροσύνη, εθνικόφρων, εθνογράφος, εθνοκτόνος, εθνολόγος, εθνομάρτυρας, εθνοπρόβλητος, εθνόσημον, εθνοστρατιά, εθνοσυνέλευση, εθνοσωτήριος, εθνοφρουρά, εθνοφύλακας, εθνοψυχολογία, εθνωφελής κ.λπ. (Β' συνθετικό)αλλοεθνής, ετεροεθνής, ομοεθνής, πολυεθνής, φιλοεθνήςαρχ.πανταεθνήςνεοελλ.διεθνής, τριεθνής].
Dictionary of Greek. 2013.